- κεφαλαλγίας
- κεφαλαλγίᾱς , κεφαλαλγίαheadachefem acc pl (ionic)κεφαλαλγίᾱς , κεφαλαλγίαheadachefem gen sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλαλγία — η (ΑΜ κεφαλαλγία) [κεφαλαλγώ] γενική ονομασία όλων τών πόνων τής κεφαλής, πονοκέφαλος («οὔτε ποδάγρας ἀπαλλάττει καλτίκιος οὔτε διάδημα κεφαλαλγίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κεφαλαλγικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλαλγικός, ή, όν) [κεφαλαλγής] ο σχετικός με την κεφαλαλγία, αυτός που προξενεί κεφαλαλγία ή που πάσχει από κεφαλαλγία (α. «κεφαλαλγικό σύνδρομο» β. «ὁ φαλερῑνος οἶνος ἀπὸ ἐτῶν δέκα ἐστὶ πότιμος... ὁ δ ὑπέρ τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον … Dictionary of Greek
βιοανάδραση — (biofeedback). Μέθοδος εκμάθησης της αύξησης της ικανότητας ελέγχου των βιολογικών αντιδράσεων ενός ανθρώπου, όπως είναι η πίεση του αίματος, η ένταση των μυών και η καρδιακή λειτουργία. Ειδικά όργανα χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των… … Dictionary of Greek